εφορευτικός

εφορευτικός
η , ό[ν] надзирательский, инспекторский;

εφορευτική επιτροπή — избирательная комиссия, комиссия по наблюдению за выборами


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "εφορευτικός" в других словарях:

  • εφορευτικός — ή, ό [εφορεύω] 1. ο αρμόδιος στο να εφορεύει, να επιτηρεί, ο εποπτικός 2. φρ. «εφορευτική επιτροπή» η επιτροπή που εποπτεύει μια νόμιμη διαδικασία, κυρίως τη διεξαγωγή τών εκλογών …   Dictionary of Greek

  • εφορευτικός — ή, ό ο αρμόδιος να επιβλέπει και να εποπτεύει: Εφορευτική επιτροπή εκλογικού τμήματος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»